Μια κατασκευή 67 τ.μ. με ράφια από κοντραπλακέ και ψευτοντούλαπα, που στήθηκε για να φιλοξενήσει κόσμο για μόλις μία εβδομάδα, από 7 έως 15 Σεπτεμβρίου, στοίχισε περίπου 200.000 ευρώ. Το περίπτερο του Οργανισμού Διαχείρισης και Ανάπτυξης Αρχαιολογικών Πόρων (ΟΔΑΠ) στη ΔΕΘ υπήρξε μια χαρακτηριστική περίπτωση της τακτικής της «σαλαμοποίησης», όπου το έργο κατανεμήθηκε σε μικρότερα κομμάτια και ανατέθηκε απευθείας σε έξι εταιρείες. Αυτές οι αναθέσεις προκάλεσαν ανησυχία για τη διαχείριση δημόσιων πόρων και την πιθανή διασπάθιση χρημάτων.
Η ωρίμανση του έργου και οι διαδικασίες αναθέσεων πραγματοποιήθηκαν με εξαιρετική ταχύτητα, καθώς οι εταιρείες που συμμετείχαν στην κατασκευή του περιπτέρου είχαν αποδεχθεί προσκλήσεις εκδήλωσης ενδιαφέροντος σε λίγες μόνο ημέρες. Αυτή η πρακτική εγείρει ερωτήματα σχετικά με τη διαφάνεια της διαδικασίας, δεδομένου ότι τρεις από τις έξι εταιρείες παρουσίασαν κοινά πρόσωπα στα διοικητικά τους συμβούλια.
Η υπουργός Πολιτισμού, Λίνα Μενδώνη, υποστήριξε κατά την επίσκεψή της στη ΔΕΘ ότι ο ΟΔΑΠ προάγει σημαντικά έργα πολιτισμού, αν και οι αποδείξεις δείχνουν την ύπαρξη ενός διχτύου στενών σχέσεων μεταξύ των εταιρειών που αναλαμβάνουν αναθέσεις, κάτι που υποδηλώνει ευνοϊκές πρακτικές. Σημαντικά κονδύλια από το Ταμείο Ανάκαμψης διατίθενται, ενώ παραμένει αμφίβολο αν η διαχείρισή τους έχει γίνει ορθώς.
Ενδεικτικά, οι έξι αναθέσεις κυμαίνονται από 23.800 έως 36.580 ευρώ, δημιουργώντας την αίσθηση ενός συστήματος που ευνοεί συγκεκριμένους εργολάβους. Αξιοσημείωτο είναι ότι οι εταιρείες που συνεργάστηκαν με τον ΟΔΑΠ δεν φαίνεται να καταβάλουν τον απαιτούμενο χρόνο για τη διαδικασία της ανοιχτής διαγωνιστικής διαδικασίας, η οποία θα μπορούσε να έχει εξασφαλίσει μεγαλύτερη διαφάνεια και ανταγωνιστικότητα.
Η σφοδρή κριτική που έχει προκληθεί γύρω από το θέμα δεν περιορίζεται μόνο στο κόστος της συγκεκριμένης κατασκευής, αλλά και στην ευρύτερη προσέγγιση του οργανισμού για την αντιπροσφορά υπηρεσιών και την εκχώρηση έργων σε ιδιωτικές εταιρείες, κάτι που δημιουργεί ανησυχίες για τη βιωσιμότητα και την χρηστή διαχείριση των δημόσιων πόρων.
Πηγή: documentonews.gr